παντοκατευθυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοκατευθυντικός η παντοκατευθυντική το παντοκατευθυντικό
      γενική του παντοκατευθυντικού της παντοκατευθυντικής του παντοκατευθυντικού
    αιτιατική τον παντοκατευθυντικό την παντοκατευθυντική το παντοκατευθυντικό
     κλητική παντοκατευθυντικέ παντοκατευθυντική παντοκατευθυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοκατευθυντικοί οι παντοκατευθυντικές τα παντοκατευθυντικά
      γενική των παντοκατευθυντικών των παντοκατευθυντικών των παντοκατευθυντικών
    αιτιατική τους παντοκατευθυντικούς τις παντοκατευθυντικές τα παντοκατευθυντικά
     κλητική παντοκατευθυντικοί παντοκατευθυντικές παντοκατευθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντοκατευθυντικός < παντο- + κακτευθυντικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omnidirectional)

Επίθετο[επεξεργασία]

παντοκατευθυντικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]