παντοκρατορικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοκρατορικός η παντοκρατορική το παντοκρατορικό
      γενική του παντοκρατορικού της παντοκρατορικής του παντοκρατορικού
    αιτιατική τον παντοκρατορικό την παντοκρατορική το παντοκρατορικό
     κλητική παντοκρατορικέ παντοκρατορική παντοκρατορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοκρατορικοί οι παντοκρατορικές τα παντοκρατορικά
      γενική των παντοκρατορικών των παντοκρατορικών των παντοκρατορικών
    αιτιατική τους παντοκρατορικούς τις παντοκρατορικές τα παντοκρατορικά
     κλητική παντοκρατορικοί παντοκρατορικές παντοκρατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντοκρατορικός < παντοκράτορας < παντοκράτωρ

Επίθετο[επεξεργασία]

παντοκρατορικός

  • εκείνος που έχει την ιδιότητα του παντοκράτορα ή που συμπεριφέρεται σαν παντοκράτορας χωρίς απαραίτητα να έχει αυτή την ικανότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]