παντουφλάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντουφλάζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική pantouflage. Στην αργκό της École polytechnique, το ποσό που επιστρέφει ο εργαζόμενος, σε περίπτωση που δεν μείνει στο δημόσιο τομέα για δέκα χρόνια. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος έπιανε δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, το ποσόν αυτό (την «παντόφλα»/«pantoufle») το κάλυπτε ο φορέας (εταιρεία) του ιδιωτικού τομέα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντουφλάζ ουδέτερο άκλιτο
- γαλλικός όρος για τη μεταπήδηση υψηλόβαθμων υπαλλήλων του δημοσίου τομέα σε ιδιωτικές εταιρείες
- ※ Η πρόσληψη του Ζοζέ Μπαρόσο, πρώην Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από την Goldman Sachs έβγαλε κόκκινη σημαία ξανά για ζητήματα παντουφλάζ, δηλαδή για το τι σημαίνει ουσιαστικά σύγκρουση συμφερόντων και κυρίως για το τι μπορεί να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της για να αντιμετωπίσει μια ολοένα αυξανόμενη τάση να μην λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον. (Θα τελειώσουμε ποτέ με το παντουφλάζ; pressenza.com, 20/3/2017 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντουφλάζ
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)