παντοφλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.doˈfle/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοφλέ < παντόφλα
Επίθετο[επεξεργασία]
παντοφλέ άκλιτο
- είδος παπουτσιού χωρίς κορδόνια και με χαμηλό τακούνι
- Φορούσαν παλιά παπούτσια παντοφλέ. (Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Μίλησε, μνήμη, μτφ. Γιώργος Βάρσος, Αθήνα 1997)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ακόρδονα, περίφραση: ακόρδονα παπούτσια