παντούφλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντούφλα | οι | παντούφλες |
γενική | της | παντούφλας | — | |
αιτιατική | την | παντούφλα | τις | παντούφλες |
κλητική | παντούφλα | παντούφλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /panˈdu.fla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντού‐φλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παντούφλα θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του παντόφλα
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παντούφλα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παντούφλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)