παντούφλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντούφλα οι παντούφλες
      γενική της παντούφλας
    αιτιατική την παντούφλα τις παντούφλες
     κλητική παντούφλα παντούφλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντούφλα < παλαιά ιταλική pantufola με αποβολή του [o][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /panˈdu.fla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ντού‐φλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντούφλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]