παντρεμένη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παντρεμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παντρεμένος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παντρεμένη θηλυκό
- τρόπος μαγειρέματος της φάβας