παντρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παντρεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paⁿ.dɾɛ.ˈmɛ.nɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /paⁿ.dɾɛ.ˈmɛ.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /paⁿ.dɾɛ.ˈmɛ.nɔ/ ουδέτερο
Μετοχή[επεξεργασία]
παντρεμένος, -η, -ο
- που έχει παντρευτεί
- (μεταφορικά) που δείχνει ιδιαίτερη και αποκλειστική αφοσίωση σε κάτι
- είναι παντρεμένος με τη δουλειά του