παντόφλα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | παντόφλα | παντόφλες |
γενική | παντόφλας | |
αιτιατική | παντόφλα | παντόφλες |
κλητική | παντόφλα | παντόφλες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντόφλα (αντιδάνειο) γαλλική pantoufle < λατινική pantofolla < αρχαία ελληνική παντόφελλος (κάτι που έχει παντού φελλό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντόφλα θηλυκό
- τύπος υποδήματος ανοιχτού, συνήθως αλλ' όχι πάντα στο πίσω μέρος· φοριέται μέσα στο σπίτι, χωρίς κάλτσες συνήθως και είναι πολύ βολική
- (οικείο) τύπος μικρού ανοιχτού οχηματαγωγού πλοίου για μικρές αποστάσεις· ονομάστηκε έτσι λόγω του ανοιχτού καταστρώματός του που θυμίζει το πίσω μέρος παντόφλας. πρβλ. λάντζα
- (αργκό) βλακεία, κοτσάνα, ανοησία
- Ήθελες-δεν ήθελες, την αμόλυσες την παντόφλα σου πάλι...
- (αργκό, υβριστικό) υποτιμητικός χαρακτηρισμός για γυναίκα πρβλ. κατσάρι
- (αργκό) πορτοφόλι (γενικά) < από το επί το πλείστον δερμάτινο πορτοφόλι για ψιλά, λόγω του σχήματός του όταν είναι ανοιχτό
- (ειρωνικά) ογκώδες κινητό (συνήθως παλαιάς τεχνολογίας)
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- κλειστή παντόφλα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
-
παντόφλα στη Βικιπαίδεια