πανωπροίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανωπροίκι τα πανωπροίκια
      γενική του πανωπροικιού των πανωπροικιών
    αιτιατική το πανωπροίκι τα πανωπροίκια
     κλητική πανωπροίκι πανωπροίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανωπροίκι < πάνω + προίκα +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανωπροίκι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, λαϊκότροπο, παρωχημένο) περιουσία που δίνονταν στο νέο ζευγάρι ή τον γαμπρό επιπλέον της συμφωνημένης προίκας
     συνώνυμα: απανωπροίκι, εξώπροικο, παραπροίκι, παράφερνα
    ※ Τρεις χρόνους γράφουν τα προικιά και τρεις τα πανωπροίκια, Κωνσταντάκη μου. (Από δημοτικό τραγούδι του Ζαγορίου)
  2. (μεταφορικά) επιπλέον προμήθεια
    Με μπόνους (κοινώς «πανωπροίκια») 353 εκατ. ευρώ προς τους μεγαλοεργολάβους που θα πληρώσει ο ελληνικός λαός και με ιδιωτικά συμφωνητικά που υπογράφηκαν από την κυβέρνηση και τις κοινοπραξίες, αναμένεται να επανεκκινήσουν τα «παγωμένα» εδώ και 2,5 χρόνια τέσσερα έργα των αυτοκινητοδρόμων (Ολυμπία Οδός, Αιγαίου, Κεντρικής Ελλάδας, Ιονία Οδός). (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]