πανωφόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανωφόρι | τα | πανωφόρια |
γενική | του | πανωφοριού | των | πανωφοριών |
αιτιατική | το | πανωφόρι | τα | πανωφόρια |
κλητική | πανωφόρι | πανωφόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανωφόρι < μεσαιωνική ελληνική πανωφόρι < αρχαία ελληνική ἐπάνω + φέρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.noˈfo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νω‐φό‐ρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανωφόρι ουδέτερο
- (ενδυμασία) ρούχο που φοριέται πάνω από κάτι άλλο (π.χ. ζακέτα, παλτό κ.λπ.)
- ※ Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ’ ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, μέρος Θ΄: Οι ασβεστωμένοι Άγιοι)