πανόπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανόπτης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πανόπτης
- που βλέπει τα πάντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανόπτης