πανώλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανώλη οι πανώλες
      γενική της πανώλης
    αιτιατική την πανώλη τις πανώλες
     κλητική πανώλη πανώλες
Υπάρχει πολυτυπία στις επιλογές των ομιλητών για τη γενική πληθυντικού.
Είτε παροξύτονη, είτε οξύτονη.
Δείτε και το λόγιο πανώλης, της πανώλους με γενική πληθυντικού πανώλεων.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανώλη < (καθαρεύουσα) πανώλ(ης) + με προσαρμογή στη δημοτική[1] < φράση «πανώλης νόσος» < αρχαία ελληνική πανώλης (ολέθριος, ολοκληρωτικά καταστροφικός) < πᾶς + ὄλλυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πανώλη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]