παξιμαδιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παξιμαδιάζω
- (μεταβατικό και αμετάβατο)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παξιμαδιάζω | παξιμάδιαζα | θα παξιμαδιάζω | να παξιμαδιάζω | παξιμαδιάζοντας | |
β' ενικ. | παξιμαδιάζεις | παξιμάδιαζες | θα παξιμαδιάζεις | να παξιμαδιάζεις | παξιμάδιαζε | |
γ' ενικ. | παξιμαδιάζει | παξιμάδιαζε | θα παξιμαδιάζει | να παξιμαδιάζει | ||
α' πληθ. | παξιμαδιάζουμε | παξιμαδιάζαμε | θα παξιμαδιάζουμε | να παξιμαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | παξιμαδιάζετε | παξιμαδιάζατε | θα παξιμαδιάζετε | να παξιμαδιάζετε | παξιμαδιάζετε | |
γ' πληθ. | παξιμαδιάζουν(ε) | παξιμάδιαζαν παξιμαδιάζαν(ε) |
θα παξιμαδιάζουν(ε) | να παξιμαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παξιμάδιασα | θα παξιμαδιάσω | να παξιμαδιάσω | παξιμαδιάσει | ||
β' ενικ. | παξιμάδιασες | θα παξιμαδιάσεις | να παξιμαδιάσεις | παξιμάδιασε | ||
γ' ενικ. | παξιμάδιασε | θα παξιμαδιάσει | να παξιμαδιάσει | |||
α' πληθ. | παξιμαδιάσαμε | θα παξιμαδιάσουμε | να παξιμαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | παξιμαδιάσατε | θα παξιμαδιάσετε | να παξιμαδιάσετε | παξιμαδιάστε | ||
γ' πληθ. | παξιμάδιασαν παξιμαδιάσαν(ε) |
θα παξιμαδιάσουν(ε) | να παξιμαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παξιμαδιάσει | είχα παξιμαδιάσει | θα έχω παξιμαδιάσει | να έχω παξιμαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις παξιμαδιάσει | είχες παξιμαδιάσει | θα έχεις παξιμαδιάσει | να έχεις παξιμαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει παξιμαδιάσει | είχε παξιμαδιάσει | θα έχει παξιμαδιάσει | να έχει παξιμαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παξιμαδιάσει | είχαμε παξιμαδιάσει | θα έχουμε παξιμαδιάσει | να έχουμε παξιμαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε παξιμαδιάσει | είχατε παξιμαδιάσει | θα έχετε παξιμαδιάσει | να έχετε παξιμαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παξιμαδιάσει | είχαν παξιμαδιάσει | θα έχουν παξιμαδιάσει | να έχουν παξιμαδιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παξιμαδιάζω
Πηγές
[επεξεργασία]- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 201. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-08-05.