παπαγαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπαγαλία θηλυκό
- η απομνημόνευση χωρίς πραγματική κατανόηση, ο παπαγαλισμός
- το έμαθα το μάθημα παπαγαλία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπαγαλία
|