παπαδόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπαδόσπιτο ουδέτερο
- το σπίτι του παπά
- ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβάς διά νά εἴπῃ μίαν καλησπέραν καί νά πίῃ μίαν ρακιά, κατά τό σύνηθες, εἰς τό παπαδόσπιτο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)