παπαδόσπιτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπαδόσπιτο τα παπαδόσπιτα
      γενική του παπαδόσπιτου των παπαδόσπιτων
    αιτιατική το παπαδόσπιτο τα παπαδόσπιτα
     κλητική παπαδόσπιτο παπαδόσπιτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαδόσπιτο < παπάς + σπίτι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπαδόσπιτο ουδέτερο

(λαϊκότροπο)

  1. το σπίτι του παπά
    ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβάς διά νά εἴπῃ μίαν καλησπέραν καί νά πίῃ μίαν ρακιά, κατά τό σύνηθες, εἰς τό παπαδόσπιτο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]