παπιέ μασέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπιέ μασέ < γαλλική papier mâché < papier (χαρτί) + mâché (μασημένος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπιέ μασέ ουδέτερο άκλιτο

  1. υλικό που κατασκευάζεται από την επεξεργασία χαρτιού (βρέξιμο και πλάσιμο)
  2. κάθε αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό (1) το υλικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]