παπιγιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παπιγιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική papillon[1] (πεταλούδα)
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ με παπιγιόν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παπιγιόν και παπιόν ουδέτερο άκλιτο

  • είδος λαιμοδέτη που φοριέται με επίσημο ένδυμα και αποτελείται από μια ταινία ύφασμα που δένεται έτσι, ώστε να σχηματίζονται δυο συμμετρικοί φιόγκοι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]