παπλώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
παπλώνω< εφαπλώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
παπλώνω, παθ. φωνή παπλώνομαι, μετοχή παθ. παρακειμένου παπλωμένος
- σκεπάζω με πάπλωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παπλώνω | πάπλωνα | θα παπλώνω | να παπλώνω | παπλώνοντας | |
β' ενικ. | παπλώνεις | πάπλωνες | θα παπλώνεις | να παπλώνεις | πάπλωνε | |
γ' ενικ. | παπλώνει | πάπλωνε | θα παπλώνει | να παπλώνει | ||
α' πληθ. | παπλώνουμε | παπλώναμε | θα παπλώνουμε | να παπλώνουμε | ||
β' πληθ. | παπλώνετε | παπλώνατε | θα παπλώνετε | να παπλώνετε | παπλώνετε | |
γ' πληθ. | παπλώνουν(ε) | πάπλωναν παπλώναν(ε) |
θα παπλώνουν(ε) | να παπλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πάπλωσα | θα παπλώσω | να παπλώσω | παπλώσει | ||
β' ενικ. | πάπλωσες | θα παπλώσεις | να παπλώσεις | πάπλωσε | ||
γ' ενικ. | πάπλωσε | θα παπλώσει | να παπλώσει | |||
α' πληθ. | παπλώσαμε | θα παπλώσουμε | να παπλώσουμε | |||
β' πληθ. | παπλώσατε | θα παπλώσετε | να παπλώσετε | παπλώστε | ||
γ' πληθ. | πάπλωσαν παπλώσαν(ε) |
θα παπλώσουν(ε) | να παπλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παπλώσει | είχα παπλώσει | θα έχω παπλώσει | να έχω παπλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις παπλώσει | είχες παπλώσει | θα έχεις παπλώσει | να έχεις παπλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει παπλώσει | είχε παπλώσει | θα έχει παπλώσει | να έχει παπλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παπλώσει | είχαμε παπλώσει | θα έχουμε παπλώσει | να έχουμε παπλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε παπλώσει | είχατε παπλώσει | θα έχετε παπλώσει | να έχετε παπλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παπλώσει | είχαν παπλώσει | θα έχουν παπλώσει | να έχουν παπλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παπλώνομαι | παπλωνόμουν(α) | θα παπλώνομαι | να παπλώνομαι | ||
β' ενικ. | παπλώνεσαι | παπλωνόσουν(α) | θα παπλώνεσαι | να παπλώνεσαι | (παπλώνου) | |
γ' ενικ. | παπλώνεται | παπλωνόταν(ε) | θα παπλώνεται | να παπλώνεται | ||
α' πληθ. | παπλωνόμαστε | παπλωνόμαστε παπλωνόμασταν |
θα παπλωνόμαστε | να παπλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | παπλώνεστε | παπλωνόσαστε παπλωνόσασταν |
θα παπλώνεστε | να παπλώνεστε | (παπλώνεστε) | |
γ' πληθ. | παπλώνονται | παπλώνονταν παπλωνόντουσαν |
θα παπλώνονται | να παπλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παπλώθηκα | θα παπλωθώ | να παπλωθώ | παπλωθεί | ||
β' ενικ. | παπλώθηκες | θα παπλωθείς | να παπλωθείς | παπλώσου | ||
γ' ενικ. | παπλώθηκε | θα παπλωθεί | να παπλωθεί | |||
α' πληθ. | παπλωθήκαμε | θα παπλωθούμε | να παπλωθούμε | |||
β' πληθ. | παπλωθήκατε | θα παπλωθείτε | να παπλωθείτε | παπλωθείτε | ||
γ' πληθ. | παπλώθηκαν παπλωθήκαν(ε) |
θα παπλωθούν(ε) | να παπλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παπλωθεί | είχα παπλωθεί | θα έχω παπλωθεί | να έχω παπλωθεί | παπλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις παπλωθεί | είχες παπλωθεί | θα έχεις παπλωθεί | να έχεις παπλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παπλωθεί | είχε παπλωθεί | θα έχει παπλωθεί | να έχει παπλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παπλωθεί | είχαμε παπλωθεί | θα έχουμε παπλωθεί | να έχουμε παπλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παπλωθεί | είχατε παπλωθεί | θα έχετε παπλωθεί | να έχετε παπλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παπλωθεί | είχαν παπλωθεί | θα έχουν παπλωθεί | να έχουν παπλωθεί |