παρ' Αρείω Πάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρ' Αρείω Πάγω < (καθαρεύουσα) < παρά Ἀρείῳ Πάγῳ (δοτική ενικού του ουδέτερου Ἄρειος Πάγος) → δείτε τις λέξεις παρά και Άρειος Πάγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

παρ' Αρείω Πάγω (λόγιο)

  1. (νομικός όρος) χαρακτηρισμός δικηγόρου που ασκεί ένδικα μέσα και παράστασης σε όλες τις βαθμίδες δικαστηρίων
  2. (νομικός όρος) το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου σε ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία, εφετεία και τον Άρειο Πάγο
    δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω (ο τρίτος και ανώτερος βαθμό διάκρισης - εξέλιξης των δικηγόρων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  1. παρά πρωτοδίκαις
  2. παρ' εφέταις
  3. παρ' Αρείω Πάγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]