παρ' Αρείω Πάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρ' Αρείω Πάγω < (καθαρεύουσα) < παρά Ἀρείῳ Πάγῳ (δοτική ενικού του ουδέτερου Ἄρειος Πάγος) → δείτε τις λέξεις παρά και Άρειος Πάγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
παρ' Αρείω Πάγω (λόγιο)
- (νομικός όρος) χαρακτηρισμός δικηγόρου που ασκεί ένδικα μέσα και παράστασης σε όλες τις βαθμίδες δικαστηρίων
- (νομικός όρος) το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου σε ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία, εφετεία και τον Άρειο Πάγο
- ↪ δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω (ο τρίτος και ανώτερος βαθμό διάκρισης - εξέλιξης των δικηγόρων)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρ' Αρείω Πάγω
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)