παράβολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράβολος οι παράβολοι
      γενική του παραβόλου των παραβόλων
    αιτιατική τον παράβολο τους παραβόλους
     κλητική παράβολε παράβολοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράβολος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παράβολος

  • Βυζαντινός κληρικός αφιερωμένος στην φροντίδα ασθενών με λοιμώδη νοσήματα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]