Μετάβαση στο περιεχόμενο

παράγγελμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
      γενική του παραγγέλματος των παραγγελμάτων
    αιτιατική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
     κλητική παράγγελμα παραγγέλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράγγελμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγγελμα < παραγγέλλω < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + άγγελμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾaŋ.ɟel.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράγγελμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράγγελμα ουδέτερο

  1. προσταγή, διαταγή, κυρίως προφορική
  2. παραίνεση, συμβουλή, σύσταση
      Κοιτάζει τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων. Είναι «βαμμένοι». Καλυμμένοι με γκράφιτι, καλικαντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα . Το μάτι κολλάει πάνω τους αφηρημένο, καταγράφει, χωρίς απαραιτήτως να βγάζει κάποιο νόημα. Πού και πού διαβάζει συνθήματα. Δηλώσεις και παραγγέλματα. (Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ακουαρέλα, εκδ. Ίκαρου, 2022)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράγγελμα < παραγγέλλω + -μα < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + ἄγγελμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παράγγελμα ουδέτερο