παράγεται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παράγεται

  • γ' ενικό οριστικής ενεστώτα παθητικής φωνής του ρήματος παράγω