παράγωγο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράγωγο | τα | παράγωγα |
| γενική | του | παράγωγου & παραγώγου |
των | παράγωγων & παραγώγων |
| αιτιατική | το | παράγωγο | τα | παράγωγα |
| κλητική | παράγωγο | παράγωγα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράγωγο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράγωγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράγωγο ουδέτερο
- κάτι που παράγεται από κάτι άλλο, παράγωγο προϊόν
Το πετρέλαιο κίνησης είναι παράγωγο του αργού πετρελαίου.
- (γραμματική) η λέξη που παράγεται από άλλη (Χρειάζεται επεξεργασία)
- {{βλ|και=2|όρος=1|σύνθετο|παραγωγή|σύνθεση]]
- (οικονομία, χρηματοοικονομικά) επενδυτικό προϊόν του οποίου η αξία είναι συνάρτηση της αξίας περισσότερων ή ενός άλλου (συνήθως διαπραγματεύσιμου σε κάποια αγορά αξιών) αξιογράφου, μετρήσιμου αγαθού, κατάστασης ή φαινομένου