παράδοξα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράδοξα < παράδοξος
Επίρρημα
[επεξεργασία]παράδοξα
- με παράδοξο τρόπο
- ήταν παράδοξα χαριτωμένος ο τρόπος που έτρεμε το χείλι της
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράδοξα