παράκουσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράκουσμα < αρχαία ελληνική παράκουσμα. Μορφολογικά: παρα- + άκουσμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ku.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράκουσμα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράκουσμα
|