παράλογα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράλογα < παράλογος

Επίρρημα[επεξεργασία]

παράλογα

  1. κατά τρόπο παράλογο, χωρίς λογική ή αντίθετα στη λογική
    σκέφτεται και ενεργεί παράλογα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]