παράνομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράνομος < αρχαία ελληνική παράνομος < παρά + νόμος
Επίθετο[επεξεργασία]
παράνομος -η -ο
- ο εκτός των ορίων του νομίμου, είτε λόγω έλλειψης των απαραίτητων προϋποθέσεων του νομίμου, είτε λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων αλλά με παρουσία επιπλέον στοιχείων που καθιστούν ρητά το σύνολο παραβατικό του νόμου
- ο αντίθετος με τις κοινωνικές συμβάσεις, ακόμη κι αν δεν απαγορεύεται από τους νόμους
- είχε μια παράνομη σχέση με τη γραμματέα του
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράνομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράνομος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράνομος αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
παράνομος
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)