παράξενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παράξενα < παράξεν(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾa.kse.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐ξε‐να

Επίρρημα[επεξεργασία]

παράξενα

  • με παράξενο, περίεργο τρόπο
    καλημέρισα τον ξένο μας, τον καλωσόρισα, μα εκείνος με κοιτούσε παράξενα, γεμάτος απορία, σαν να μη με καταλάβαινε

Συνώνυμα[επεξεργασία]

→ δείτε και τα επιρρήματα ανεξήγητα και μυστήρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παράξενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

παράξενα