παράτιτλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράτιτλος αρσενικό
- τίτλος (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.λπ.) που έχει δευτερεύουσα σημασία και τίθεται δίπλα ή κάτω από τον κυρίως τίτλο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράτιτλος
|
|