παράτιτλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παράτιτλος αρσενικό
- τίτλος (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.λπ.) που έχει δευτερεύουσα σημασία και τίθεται δίπλα ή κάτω από τον κυρίως τίτλο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράτιτλος
|