Μετάβαση στο περιεχόμενο

παράφρονας

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράφρονας < παράφρων, παραφρον- + -ος, -η, -ο για προσαρμογή στη δημοτική
Και (ουσιαστικοποιημένο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾa.fɾo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράφρoνας

Επίθετο

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράφρονος η παράφρονη το παράφρονο
      γενική του παράφρονου της παράφρονης του παράφρονου
    αιτιατική τον παράφρονο την παράφρονη το παράφρονο
     κλητική παράφρονε παράφρονη παράφρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράφρονοι οι παράφρονες τα παράφρονα
      γενική των παράφρονων των παράφρονων των παράφρονων
    αιτιατική τους παράφρονους τις παράφρονες τα παράφρονα
     κλητική παράφρονοι παράφρονες παράφρονα
Συγκρίνετε με την κλίση του «παράφρων».
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

παράφρονας, -η, -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράφρονας οι παράφρονες
      γενική του παράφρονα των παραφρόνων
    αιτιατική τον παράφρονα τους παράφρονες
     κλητική παράφρονα παράφρονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

παράφρονας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παράφρονας