παράφρονας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράφρονας < παράφρων, παραφρον- + -ος, -η, -ο για προσαρμογή στη δημοτική
- Και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈɾa.fɾo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐φρo‐νας
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παράφρονος | η | παράφρονη | το | παράφρονο |
γενική | του | παράφρονου | της | παράφρονης | του | παράφρονου |
αιτιατική | τον | παράφρονο | την | παράφρονη | το | παράφρονο |
κλητική | παράφρονε | παράφρονη | παράφρονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παράφρονοι | οι | παράφρονες | τα | παράφρονα |
γενική | των | παράφρονων | των | παράφρονων | των | παράφρονων |
αιτιατική | τους | παράφρονους | τις | παράφρονες | τα | παράφρονα |
κλητική | παράφρονοι | παράφρονες | παράφρονα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση του «παράφρων». | ||||||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
παράφρονας, -η, -ο
- (κοινή νεοελληνική) άλλη μορφή του παράφρων
η παράφρονη αδικία, το παράφρονο πάθος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράφρονας αρσενικό
- άλλη μορφή του παράφρων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράφρονας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παράφρονας
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του παράφρων
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)