Μετάβαση στο περιεχόμενο

παράφρων

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράφρων
& παράφρονας
η παράφρων το παράφρον
      γενική του παράφρονος
& παράφρονα
της παράφρονος του παράφρονος
    αιτιατική τον παράφρονα την παράφρονα το παράφρον
     κλητική παράφρων
& παράφρονα
παράφρων παράφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράφρονες οι παράφρονες τα παράφρονα
      γενική των παραφρόνων των παραφρόνων των παραφρόνων
    αιτιατική τους παράφρονες τις παράφρονες τα παράφρονα
     κλητική παράφρονες παράφρονες παράφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράφρων[1][2] < παρά- + -φρων
Και ουσιαστικοποιημένο.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈɾa.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράφρων
ομόηχο: παράφρον

Επίθετο

[επεξεργασία]

παράφρων, -ων, -ον

  1. (λόγιο, για πρόσωπο) που έχει χάσει τα λογικά, τη διανοητική και ψυχική του ισορροπία
      Πραγματικά, έχω γράψει τόσες ιστορίες με πρωταγωνιστές παράφρονες, ή ανθρώπους που οδηγούνται στην παραφροσύνη, ώστε απορώ, τι στο καλό σκέφτονται οι αναγνώστες μου για μένα!
    Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας, εκδόσεις Ίκαρος, 2012
  2. ουσιαστικοποιημένο αρσενικό ή θηλυκό
      Προσοχή, προσοχή! Ένας παράφρων στην εθνική οδό οδηγεί ανάποδα στο ρεύμα της κυκλοφορίας. Προσοχή, προσοχή! Ένας επικίνδυνος παράφρων στον δρόμο σας”. Ο οδηγός κοιτάζει πανικόβλητος τριγύρω του και αναφωνεί: “Μα δεν είναι ένας· είναι χιλιάδες”...
    Πέτρος Τατσόπουλος, Το παιδί του διαβόλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 και δείτε τη λέξη φρένες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. παράφρων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. παράφρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παράφρων τὸ παράφρον
      γενική τοῦ/τῆς παράφρονος τοῦ παράφρονος
      δοτική τῷ/τῇ παράφρον τῷ παράφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν παράφρον τὸ παράφρον
     κλητική ! παράφρον παράφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παράφρονες τὰ παράφρον
      γενική τῶν παραφρόνων τῶν παραφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς παράφροσῐ(ν) τοῖς παράφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς παράφρονᾰς τὰ παράφρον
     κλητική ! παράφρονες παράφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παράφρονε τὼ παράφρονε
      γεν-δοτ τοῖν παραφρόνοιν τοῖν παραφρόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράφρων < παρά- + -φρων

Επίθετο

[επεξεργασία]

παράφρων, -ων, -ον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις παρά και φρήν