παρά πρωτοδίκαις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρά πρωτοδίκαις < (καθαρεύουσα ) < παρά πρωτοδίκαις (δοτική πληθυντικού του πρωτοδίκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

παρά πρωτοδίκαις (λόγιο)

  1. (νομικός όρος) χαρακτηρισμός δικηγόρου που ασκεί ένδικα μέσα σε πρωτοδικεία
  2. (νομικός όρος) το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου σε ειρηνοδικεία και πρωτοδικεία
    δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις (πρώτος βαθμός διάκρισης - εξέλιξης των δικηγόρων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  1. παρά πρωτοδίκαις
  2. παρ' εφέταις
  3. παρ' Αρείω Πάγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]