παρά πρωτοδίκαις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρά πρωτοδίκαις < (καθαρεύουσα) < παρά πρωτοδίκαις (δοτική πληθυντικού του πρωτοδίκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
παρά πρωτοδίκαις (λόγιο)
- (νομικός όρος) χαρακτηρισμός δικηγόρου που ασκεί ένδικα μέσα σε πρωτοδικεία
- (νομικός όρος) το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου σε ειρηνοδικεία και πρωτοδικεία
- ↪ δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις (πρώτος βαθμός διάκρισης - εξέλιξης των δικηγόρων)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρά πρωτοδίκαις
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)