παρέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρέα | οι | παρέες |
γενική | της | παρέας | — | |
αιτιατική | την | παρέα | τις | παρέες |
κλητική | παρέα | παρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρέα < (άμεσο δάνειο) εβραιοϊσπανική parea < ισπανική pareja (ζευγάρι), θηλυκό του parejo < δημώδης λατινική *paricla < *pariclus < *pariculus < λατινική par
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρέα θηλυκό
- φιλική συντροφιά, ομάδα φίλων
- θα βγω έξω με την παρέα μου
- η σχέση ανάμεσα σε φίλους που συναντιούνται συχνά, η κοινωνική συναναστροφή
- κάνουμε παρέα με τα παιδιά αυτά εδώ και κάτι μήνες
- (μεταφορικά) αντικείμενο που μας συνοδεύει και μας ψυχαγωγεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
ομόρριζα:
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω παρέα σε κάποιον: τον συντροφεύω, ιδιαίτερα σε στιγμές που χρειάζεται κάποιον δίπλα του για να μη νιώθει μόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρέα
Επίρρημα[επεξεργασία]
παρέα
- μαζί
- είμαστε παρέα με τα παιδιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα εβραιοϊσπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραιοϊσπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)