παρέγχυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρέγχυμα τα παρεγχύματα
      γενική του παρεγχύματος των παρεγχυμάτων
    αιτιατική το παρέγχυμα τα παρεγχύματα
     κλητική παρέγχυμα παρεγχύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρέγχυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρέγχυμα < παρ- + ἔγυχμα (έγχυμα)
για τη βοτανική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parenchyme < ελληνιστική κοινή παρέγχυμα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾeŋ.çi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρέγ‐χυ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρέγχυμα ουδέτερο

  1. (βοτανική) ο μαλακός και σπογγώδης ιστός σε φύλλα, καρπούς ή κλαδιά
  2. (ανατομία) το κυρίως τμήμα του ιστού ενός οργάνου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]