παρέγχυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρέγχυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρέγχυμα < παρ- + ἔγυχμα (έγχυμα)
- για τη βοτανική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parenchyme < ελληνιστική κοινή παρέγχυμα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾeŋ.çi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέγ‐χυ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρέγχυμα ουδέτερο
- (βοτανική) ο μαλακός και σπογγώδης ιστός σε φύλλα, καρπούς ή κλαδιά
- (ανατομία) το κυρίως τμήμα του ιστού ενός οργάνου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έγχυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρέγχυμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρέγχυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)