παρέκκλισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρέκκλισῐς αἱ παρεκκλίσεις
      γενική τῆς παρεκκλίσεως τῶν παρεκκλίσεων
      δοτική τῇ παρεκκλίσει ταῖς παρεκκλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρέκκλισῐν τὰς παρεκκλίσεις
     κλητική ! παρέκκλισῐ παρεκκλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεκκλίσει
γεν-δοτ τοῖν  παρεκκλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρέκκλισις < παρεκκλί(νω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔκκλισις < ἔκ- + κλίσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρέκκλισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]