παρέλαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρέλαση < ελληνιστική κοινή παρέλασις < αρχαία ελληνική παρελαύνω < ἐλαύνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁el-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.'rε.la.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρέλαση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διέλευση στοιχισμένων στρατιωτικών τμημάτων μπροστά από κάποιο χώρο ή πρόσωπο, προκειμένου να δειχτεί το αξιόμαχο του αγήματος ή για επιθεώρηση από την στρατιωτική ή πολιτική ηγεσία
- (κατ’ επέκταση) η διέλευση στοιχισμένων τμημάτων μαθητών ή πολιτών μπροστά από κάποιο χώρο ή πρόσωπο, προκειμένου να τιμηθεί κάποια επέτειος ή για άλλους λόγους
- (μεταφορικά) το πέρασμα κάποιων προσώπων από κάποιο χώρο, η εμφάνισή τους στο χώρο αυτό με μια κάποια σειρά
- Παρέλαση αστέρων και στις υποψηφιότητες για τηλεταινία ή μίνι σειρά. Μια παρέλαση που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι τα κινηματογραφικά στούντιο τροφοδοτούν όλο και περισσότερο τα τηλεοπτικά στούντιο με τους ακριβοπληρωμένους ηθοποιούς τους αλλά και ότι η τηλεόραση εξελίσσοντας τις δυνατότητές της και επενδύοντας σε φιλόδοξες δουλειές μετατρέπεται στον κινηματογράφο του μέλλοντος. (*)