παρένθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρένθετος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παρένθετος, -η, -ο
- που παρεμβάλλεται, που μπαίνει κάπου ανάμεσα
- (γλωσσολογία) που βρίσκεται ανάμεσα σε παρενθέσεις
- (ειδικότερα) (στο θηλυκό) που κυοφορεί βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
- παρένθετη μητέρα
- παρένθετη μητρότητα