παρέρχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παρέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- περνώ, φεύγω, ξεπερνιέμαι
- παρήλθε η εποχή της αυθαιρεσίας του κράτους
- οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται