παρήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρήμερος < αρχαία ελληνική παρήμερος < παρά + ἡμέρα
Επίθετο[επεξεργασία]
παρήμερος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρήμερος
|