παρίας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρίας | οι | παρίες |
γενική | του | παρία | των | παριών |
αιτιατική | τον | παρία | τους | παρίες |
κλητική | παρία | παρίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρίας < (λόγιο δάνειο) αγγλική pariah < ταμίλ பறையர் (paṟaiyar, τυμπανιστές), πληθυντικός του பறையன் (paṟaiyaṉ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρίας αρσενικό
- άτομο με περιορισμένα δικαιώματα, ο παρακατιανός, ο κοινωνικά εξαθλιωμένος ή υποδεέστερος
- ⮡ το ομορφόπαιδο ο Μιχάλης είναι ένας άεργος παρίας τον οποίο θα χωρίσεις· ας αλλάξουμε θέμα τώρα
- (μεταφορικά) άτομο το οποίο δεν είναι αποδεκτό απ' το κατεστημένο
- ⮡ η επιστημονική κοινότητα τον θεωρούσε παρία όσο ζούσε, λόγω της εκκεντρικότητάς του, και της ανικανότητάς του να οργανώνει και να ανήκει σε ομάδες στοχαστών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα ταμίλ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)