Μετάβαση στο περιεχόμενο

παρίστημι

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρίστημι < (παρά) παρ- + ἵστημι

παρίστημι

  1. βάζω δίπλα, τοποθετώ κοντά
  2. ...