παραβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραβαίνω[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραβαίνω
- δεν τηρώ ό,τι επιβάλλει ένας νόμος, κανονισμός, όρος συμφωνίας κ.λπ, ενεργώ κατά τρόπο αντίθετο από ό,τι αυτά επιβάλλουν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παράβαση
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραβαίνω | παρέβαινα | θα παραβαίνω | να παραβαίνω | παραβαίνοντας | |
β' ενικ. | παραβαίνεις | παρέβαινες | θα παραβαίνεις | να παραβαίνεις | παρέβαινε | |
γ' ενικ. | παραβαίνει | παρέβαινε | θα παραβαίνει | να παραβαίνει | ||
α' πληθ. | παραβαίνουμε | παραβαίναμε | θα παραβαίνουμε | να παραβαίνουμε | ||
β' πληθ. | παραβαίνετε | παραβαίνατε | θα παραβαίνετε | να παραβαίνετε | παραβαίνετε | |
γ' πληθ. | παραβαίνουν(ε) | παρέβαιναν παραβαίναν(ε) |
θα παραβαίνουν(ε) | να παραβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέβην | θα παραβώ | να παραβώ | παραβεί | ||
β' ενικ. | παρέβης | θα παραβείς | να παραβείς | |||
γ' ενικ. | παρέβη | θα παραβεί | να παραβεί | |||
α' πληθ. | παραβήκαμε | θα παραβούμε | να παραβούμε | |||
β' πληθ. | παραβήκατε | θα παραβείτε | να παραβείτε | παραβείτε | ||
γ' πληθ. | παρέβησαν | θα παραβούν | να παραβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραβεί | είχα παραβεί | θα έχω παραβεί | να έχω παραβεί | ||
β' ενικ. | έχεις παραβεί | είχες παραβεί | θα έχεις παραβεί | να έχεις παραβεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραβεί | είχε παραβεί | θα έχει παραβεί | να έχει παραβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραβεί | είχαμε παραβεί | θα έχουμε παραβεί | να έχουμε παραβεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραβεί | είχατε παραβεί | θα έχετε παραβεί | να έχετε παραβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραβεί | είχαν παραβεί | θα έχουν παραβεί | να έχουν παραβεί |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραβαίνω
[επεξεργασία]
- ↑ παραβαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραβαίνω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)