παραβαραίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραβαραίνω
- (μεταβατικό) προσδίδω σε κάτι υπερβολικό βάρος
- (αμετάβατο) γίνομαι υπερβολικά βαρύς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραβαραίνω | παραβάραινα | θα παραβαραίνω | να παραβαραίνω | παραβαραίνοντας | |
β' ενικ. | παραβαραίνεις | παραβάραινες | θα παραβαραίνεις | να παραβαραίνεις | παραβάραινε | |
γ' ενικ. | παραβαραίνει | παραβάραινε | θα παραβαραίνει | να παραβαραίνει | ||
α' πληθ. | παραβαραίνουμε | παραβαραίναμε | θα παραβαραίνουμε | να παραβαραίνουμε | ||
β' πληθ. | παραβαραίνετε | παραβαραίνατε | θα παραβαραίνετε | να παραβαραίνετε | παραβαραίνετε | |
γ' πληθ. | παραβαραίνουν(ε) | παραβάραιναν παραβαραίναν(ε) |
θα παραβαραίνουν(ε) | να παραβαραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραβάρυνα | θα παραβαρύνω | να παραβαρύνω | παραβαρύνει | ||
β' ενικ. | παραβάρυνες | θα παραβαρύνεις | να παραβαρύνεις | παραβάρυνε | ||
γ' ενικ. | παραβάρυνε | θα παραβαρύνει | να παραβαρύνει | |||
α' πληθ. | παραβαρύναμε | θα παραβαρύνουμε | να παραβαρύνουμε | |||
β' πληθ. | παραβαρύνατε | θα παραβαρύνετε | να παραβαρύνετε | παραβαρύνετε | ||
γ' πληθ. | παραβάρυναν παραβαρύναν(ε) |
θα παραβαρύνουν(ε) | να παραβαρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραβαρύνει | είχα παραβαρύνει | θα έχω παραβαρύνει | να έχω παραβαρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις παραβαρύνει | είχες παραβαρύνει | θα έχεις παραβαρύνει | να έχεις παραβαρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει παραβαρύνει | είχε παραβαρύνει | θα έχει παραβαρύνει | να έχει παραβαρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραβαρύνει | είχαμε παραβαρύνει | θα έχουμε παραβαρύνει | να έχουμε παραβαρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε παραβαρύνει | είχατε παραβαρύνει | θα έχετε παραβαρύνει | να έχετε παραβαρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραβαρύνει | είχαν παραβαρύνει | θα έχουν παραβαρύνει | να έχουν παραβαρύνει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραβαραίνω
|