παραβαραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβαραίνω < παρα- + βαραίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραβαραίνω

  1. (μεταβατικό) προσδίδω σε κάτι υπερβολικό βάρος
  2. (αμετάβατο) γίνομαι υπερβολικά βαρύς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]