παραβαρύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβαρύνω < παρα- + βαρύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραβαρύνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]