παραβιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραβιάζω < αρχαία ελληνική παραβιάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]παραβιάζω
- ενεργώ αντίθετα με νόμο, συνθήκη, συμφωνία
- χρησιμοποιώ βία ή διαρρηκτικά εργαλεία για να μπω κάπου
- οι διαρρήκτες μπήκαν από την κεντρική είσοδο αφού την παραβίασαν