παραβλώψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβλώψ < παρα- + -βλώψ < παραβλέπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραβλώψ αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο αλλήθωρος
  2. ο τυφλός

Πηγές[επεξεργασία]