παραγαδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγαδιάρης αρσενικό
- που αλιεύει με παραγάδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγαδιάρης
|
παραγαδιάρης αρσενικό
|