παραγναθίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγναθίδα < αρχαία ελληνική παραγναθίς < παρά + γνάθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγναθίδα θηλυκό
- το τμήμα μιας περικεφαλαίας που προστατεύει τη γνάθο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγναθίδα
|