παραγοντίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγοντίσκος < παράγοντας + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγοντίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του παράγοντας· μικρός παράγοντας, πρόσωπο που έχει περιορισμένη σπουδαιότητα ως παράγοντας επιρροής ή διαμόρφωσης σε έναν χώρο
- ↪ Μην τους δίνεις σημασία, δεν είναι παρά τοπικοί παραγοντίσκοι της πολιτικής.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συχνά λέγεται με ειρωνική διάθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγοντίσκος
|