παραγραμματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγραμματισμός < ελληνιστική κοινή παραγραμματισμός < παραγραμματίζω < αρχαία ελληνική παρά + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγραμματισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραγραμματίζω
- (σπάνιο, κατ’ επέκταση) ορθογραφικό σφάλμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραγραμματισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)